Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατὰ σφαγίων

См. также в других словарях:

  • καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… …   Dictionary of Greek

  • παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • άμνιο — Εμβρυϊκή μεμβράνη των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών. Το έμβρυο στα σπονδυλωτά αυτά αναπτύσσεται μέσα σε έναν σάκο που είναι γεμάτος με υγρό. Τα τοιχώματά του έχουν δύο στρώσεις από επιθήλιο με μεσόδερμα και κοιλωματικό χώρο μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • ακρωνάρια — ἀκρωνάρια, τα (Μ) τμήματα κρέατος που αφαιρούνται κατά μήκος από τα πόδια των ζώων, ιδιαίτερα των σφαγίων, σκελίδες (πρβλ. ἀκροκώλια). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθυντ. τής λ. ἀκρωνάριον, τό, υποκ. τού ουσ. ἄκρων*] …   Dictionary of Greek

  • κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας …   Dictionary of Greek

  • κρεανομία — και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) [κρεανόμος] διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία …   Dictionary of Greek

  • ουλοχυτούμαι — οὐλοχυτοῡμαι, έομαι (Α) [ουλοχύται] πασπαλίζω με χοντροκομμένο κριθάρι τα θύματα πριν από τη θυσία, τελώ την τελετή τού πασπαλίσματος τών σφαγίων και τού βωμού πριν ή κατά τη θυσία …   Dictionary of Greek

  • τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν …   Dictionary of Greek

  • Εκατομφόνια — Αρχαία στρατιωτική γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας προσέφεραν στον Άρη θυσία 100 σφαγίων. Γιορταζόταν στην Κρήτη, στην Αθήνα και αλλού. Επίσης, τα Ε. ήταν πολεμική γιορτή των Μεσσηνίων, για να τιμηθεί δημοσίως κάθε Μεσσήνιος πολεμιστής, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»